- διαφόρητος
- διαφόρ-ητος, ον,A torn in pieces, σάρξ prob. in E. Cyc.344.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαφόρητος — διαφόρητος, ον (Α) κομμένος σε κομμάτια, ξεσχισμένος … Dictionary of Greek
διαφόρητον — διαφόρητος torn in pieces masc/fem acc sg διαφόρητος torn in pieces neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεμοφόρητος — ἀνεμοφόρητος, ον (AM) εκείνος που παρασύρεται από τόν άνεμο, που τον μετακινεί ο άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + φορητός < φορώ, θαμιστικό του φέρω (πρβλ. αποφόρητος, διαφόρητος, κ.ά.)] … Dictionary of Greek